κακοκεφαλιά

κακοκεφαλιά
η
1. ισχυρογνωμοσύνη, πείσμα, ανοησία: Αυτός διακρίνεται για την κακοκεφαλιά του.
2. ανόητη πράξη: Από τις κακοκεφαλιές του κατάντησε έτσι.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κακοκεφαλιά — η [κακοκέφαλος] 1. η ιδιότητα τού κακοκέφαλου, ισχυρογνωμοσύνη, ξεροκεφαλιά, ανοησία 2. ανόητη πράξη, απερισκεψία …   Dictionary of Greek

  • κακοκέφαλος — η, ο 1. ισχυρογνώμων, ξεροκέφαλος 2. ανόητος, απερίσκεπτος. επίρρ... κακοκέφαλα με κακοκεφαλιά, ανόητα, απερίσκεπτα. [ΕΤΥΜΟΛ. < κακ(ο) * + κέφαλος (< κεφαλή), πρβλ. ξερο κέφαλος, στενο κέφαλος] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”